- αλευράδικο
- τοαλευροπωλείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλευράδικο — το [αλευράς] το αλευροπωλείο … Dictionary of Greek
αλευράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Κολλίνες Καλτεζών. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπό τις διαταγές του Π. Βαρβιτζιώτη. Προσέφερε για τις ανάγκες του Αγώνα όλη την κινητή περιουσία του και μεγάλο μέρος της … Dictionary of Greek